σκοποβολείο

σκοποβολείο
το
σκοπευτήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκοποβολείο — το, Ν ναυτ. περιοχή όπου εκτελούνται ασκήσεις βολής, πεδίο βολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπός (II) + βολείο (< βόλος < βάλλω). Η λ., στον λόγιο τ. σκοποβολεῖον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”